- βαίδειον
- βαίδειον· ἕτοιμον ([place name] Elean), Hsch. [full] βαιδυμῆν· ἀροτριᾶν ([dialect] Boeot.), Id.:—also [full] βαιτρεύειν, Id. [full] βαίεσσα· βότρυς, Id. [full] βαῖκαν· κρῆτες, Id. [full] βαίκυλος· προβατώδης, Id. [full] βαιμάζειν· βασιλεύειν, ἢ βαστάζειν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.